- αντιάρις
- (antiaris). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των μορεϊδών, με 16 είδη, ιθαγενή των Ινδιών. Είναι δέντρα ή θάμνοι με χυμό σαν γάλα και φύλλα που επαλλάσσουν, ωοειδή και ακέραια. Γνωστότερο είδος είναι η α. η τοξική,δέντρο ιθαγενές της Ιάβα, που φτάνει σε ύψος τα 20 μ. και καλλιεργείται και στους βοτανικούς κήπους της Αμερικής και της Ευρώπης. Ο χυμός του περιέχει μια δηλητηριώδη αλκαλοειδή ουσία γνωστή ως αντιαρίνη. Από τον φλοιό του δέντρου αυτού παράγονται κλωστικές ίνες, κατάλληλες για την κατασκευή σχοινιών.
Dictionary of Greek. 2013.